- κουλλούρι
- και κουλούρι, το1. μικρή κουλούρα2. ψωμί που μοιάζει με κρίκο αλυσίδας και η επιφάνειά του είναι συνήθως καλυμμένη με σουσάμι ή ζάχαρη3. (σχετικά με τη βαθμολογία μαθητών) το μηδενικό4. ναυτ. ο δακτύλιος που βρίσκεται στο άνω μέρος τού στελέχους τής άγκυρας και στον οποίο προσδένεται η καδένα, αλλ. ανέλλο5. κοινή ονομασία τού φυτού δακτυλίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κολλούριον, με κώφωση τού -ο- (< κολλύριον «κουλούρα»)].
Dictionary of Greek. 2013.